- παρασχολώ
- -έω, ΜΑ [ασχολώ / -ούμαι]μσν.μέσ. παρασχολοῡμαι, -έομαιασχολούμαι υπερβολικά, φροντίζω πολύ για μηδαμινά πράγματααρχ.εξετάζω κάτι με πολλή φροντίδα και προσοχή («προσήκει παρασχολῆσαι τὸν λόγον», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.